- καταχωνεύω
- (AM καταχωνεύω)νεοελλ.καταχωνιάζω, εξαφανίζω, αποκρύπτω|) μσν.1. (για τη φωτιά) αποτεφρώνω2. καίγομαι εντελώς, αποτεφρώνομαιμσν.-αρχ.λειώνω, απορροφώ, αποσυνθέτω(αρχ) χύνω κάπου κάτι λειωμένο («τοῡ στόματος κατεχώνευσε χρυσίον», Αππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + χωνεύω «λειώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.